- παρακμαστικός
- -ή, -όν, Α [παρακμάζω]1. αυτός που έχει παρακμάσει, που έχει χάσει τη ζωτικότητά του, που έχει γεράσει2. (για νόσο) αυτός που έχει υπερβεί το κρίσιμο σημείο του και βρίσκεται σε ύφεση («παρακμαστικὸς πυρετός», Γαλ.).επίρρ...παρακμαστικῶς Α(για νόσο) μετά την πάροδο τής κρίσης («παρακμαστικῶς ἐλύθη τὸ νόσημα», Αέτ.).
Dictionary of Greek. 2013.